βρούλο(ν)
Смотреть что такое "βρούλο(ν)" в других словарях:
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
βούρλινος — και βρούλινος, η, ο [βούρλο, βρούλο] κατασκευασμένος από βούρλο … Dictionary of Greek